λειψοφεγγαριά

λειψοφεγγαριά
η
1. η τελευταία φάση του φεγγαριού.
2. νύχτα που δε φωτίζεται από το φως του φεγγαριού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λειψοφεγγαριά — η και λειψοφέγγαρο, το 1. η τελευταία φάση τής σελήνης 2. βραδιά χωρίς σελήνη, νύχτα ασέληνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + φεγγάρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”